- χρήστ'
- χρήστᾱͅ , χρήστηςone who givesmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοκέντηση — η, Ν το χρυσοκέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κέντηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χρηστ. Τσούντα] … Dictionary of Greek